απροσάρμοστος

απροσάρμοστος
-η, -ο
αυτός που δεν αρμόζει σε κάποιον ή κάτι, ανάρμοστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε κάτι
2. «απροσάρμοστα παιδιά» — παιδιά που για κάποιο λόγο, παροδικά ή μόνιμα, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν σωστά την πνευματική, συναισθηματική και παιδαγωγική πορεία του παιδιού που θεωρείται «φυσιολογικό».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπροσάρμοστος — not befitting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσάρμοστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προσαρμόστηκε ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί: Έμεινε απροσάρμοστος στις συνήθειες του τόπου που έζησε τόσα χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσάρμοστον — ἀπροσάρμοστος not befitting masc/fem acc sg ἀπροσάρμοστος not befitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αντικοινοβουλευτικός — ή, ό 1. αντίθετος προς το κοινοβούλιο ή το κοινοβουλευτικό πολίτευμα 2. απροσάρμοστος προς τον τρόπο λειτουργίας της βουλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κοινοβουλευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θεόδωρο Φλογαΐτη] …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντσμιθ, Όλιβερ — (Oliver Goldsmith, Πάλας 1728 – Λονδίνο 1774).Ιρλανδός συγγραφέας και κωμωδιογράφος. Γιος παπά, σπούδασε στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου, όπου εργαζόταν, για να πληρώνει τα δίδακτρα, ως υπηρέτης των καθηγητών και των πλουσιότερων… …   Dictionary of Greek

  • ασυνταίριαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να συνταιριάσει μ άλλον, απροσάρμοστος, ασύμφωνος, αταίριαστος: Η επίπλωση του σπιτιού τους και η διακόσμησή του είναι ασυνταίριαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”